ψίλαξ

ψίλαξ
ψίλαξ
masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ψίλαξ — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ψίλαξ — ακος, ὁ, Α προσωνυμία τού Διονύσου στις Αμύκλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψίλον, δωρ. τ. τού πτίλον + επίθημα αξ, ακος (πρβλ. κόλ αξ)] …   Dictionary of Greek

  • ψίλαξ — ακος, ὁ, Α ψιλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + επίθημα αξ, ακος (πρβλ. κόλ αξ)] …   Dictionary of Greek

  • Ψίλακα — Ψίλαξ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψίλακα — ψίλαξ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιλός — ή, ό / ψιλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αποψιλωμένος, απογυμνωμένος, ακάλυπτος 2. (ειδικά) φαλακρός 3. (για έδαφος) άδενδρος 4. φρ. «ψιλά σύμφωνα» γραμμ. τα άηχα κλειστά σύμφωνα κ, π, τ, κατά την εκφώνηση τών οποίων η γλωττίδα παραμένει κλειστή και δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”